Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

ΑΡΘΡΟ: ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΕΝΟΣ... «ΜΑΪΜΟΥ» ΤΥΦΛΟΥ



Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και τα άτομα με αναπηρία, προσπαθούν να ζουν μία φυσιολογική ζωή. Σίγουρα τα αντικειμενικά προβλήματα που τους δημιουργεί η αναπηρία είναι μεγάλα, όμως αυτά λαμβάνουν αναμφισβήτητα δραματικές διαστάσεις από την τραγική «αναπηρία» της κρατικής μηχανής, η οποία θα όφειλε σε κάθε ευνομούμενο κράτος να διευκολύνει τις ζωές των ΑMEΑ.

Έτσι λοιπόν αν ρίξουμε μία ματιά στην καθημερινότητα ενός τυφλού (τον οποίο βέβαια τα ΜΜΕ αγνοούν, αφού για αυτά υπάρχουν μόνο οι παρανόμως λαμβάνοντες επιδόματα) θα διαπιστώσουμε πόσο όμορφη είναι. Αρχικά κάθε τυφλός, όπως βέβαια και τα υπόλοιπα ΑΜΕΑ, ξυπνά ελπίζοντας πως αυτή θα είναι η τυχερή του μέρα και ο ταχυδρόμος θα χτυπήσει το κουδούνι (ή αν έχει εκσυγχρονιστεί πως θα έχει ενημερωθεί ο λογαριασμός τραπέζης του). Ελπίζει πως το πολυπόθητο επίδομα, που είναι το μοναδικό μέσο επιβίωσής του, θα έρθει έστω και με καθυστέρηση πολλών εβδομάδων, η οποία τον έχει οδηγήσει σίγουρα στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης και πιθανώς και της ασιτίας. Αφού διαπιστώσει πως ούτε αυτή είναι η τυχερή του μέρα (που βάσει πιθανοτήτων είναι και το πιθανότερο) και αφού προσπαθήσει να ηρεμήσει γιατί αισθάνεται πως το κράτος τον αντιμετωπίζει ως παρείσακτο στην κοινωνία, αποφασίζει να φύγει από το σπίτι και να κάνει τις δουλειές του (δεν λέμε ότι πηγαίνει στην εργασία του, καθώς τα ποσοστά της ανεργίας των αναπήρων είναι συντριπτικά χαμηλά) ξεκινώντας έτσι άλλη μία συναρπαστική ημέρα.

Βγαίνοντας λοιπόν από το σπίτι και κατεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο ψάχνει να βρει τους διαδρόμους οδήγησης τυφλών. Ξαφνικά, αφού δικαιολογήσει τον εαυτό του καθώς είναι πρωί ακόμη, διαπιστώνει πως βρίσκεται στην Αθήνα και σε αυτήν τη μαγευτική πόλη τα πεζοδρόμια στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν τέτοιες λεπτομέρειες. Ακολούθως στέκεται στο φανάρι για να περάσει απέναντι το δρόμο. Μάταια περιμένει πέντε λεπτά για να ακούσει το ηχητικό σήμα, που δηλώνει ότι έχει ανάψει το κόκκινο των αυτοκινήτων και το πράσινο των πεζών. Τέτοιο σύστημα στην τεχνολογικά προηγμένη Ελλάδα δεν υπάρχει παρά μόνο σε ελάχιστα φανάρια. Αφού κάνει την προσευχή του λοιπόν και περάσει σώος το δρόμο, στη συνέχεια παρακαλεί την καλή του μοίρα να μη βρεθεί μπροστά του κάποια λακούβα, που όπως όλοι γνωρίζουν δεν είναι και εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο σε δρόμους και πεζοδρόμια. Έτσι βαδίζει μέχρι τη στάση του λεωφορείου για την οποία δεν τρέφει αυταπάτες ότι είναι τεχνολογικά ενήμερη, έχοντας φωνητικές λειτουργίες. Επαφίεται στις ευγενικές προθέσεις των οδηγών των λεωφορείων, που πρέπει να σταματήσουν μπροστά του ανοίγοντας την μπροστινή πόρτα και να τον ρωτήσουν εάν αυτό είναι το λεωφορείο που τον βολεύει. Αφού λοιπόν κατορθώσει με τη βοήθεια του οδηγού ή των συμπολιτών του να βρει το δρομολόγιο που ψάχνει, μπαίνει στο λεωφορείο (το οποίο ειρήσθω εν παρόδω φυσικά και δεν έχει λειτουργία αναγγελίας στάσεων όπως το μετρό) ελπίζει για μία ακόμη φορά στο φιλότιμο των συνανθρώπων του, οι οποίοι θα τον ενημερώσουν σε ποια στάση θα κατέβει.

Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, κατευθύνεται προς τη δημόσια υπηρεσία στην οποία έχει κάποια εκκρεμότητα. Μπαίνοντας ελπίζει πως το ασανσέρ θα λειτουργεί και δε θα υποβάλλει τον εαυτό του στη δοκιμασία της ανάβασης σκαλιών πολλών ορόφων. Αφού φτάσει επιτέλους στην ουρά του γκισέ που θέλει, ενημερώνει τους ανθρώπους που βρίσκονται μπροστά του πως, ως άτομο με αναπηρία, έχει προτεραιότητα και θα ήθελε, αν συμφωνούν και οι μπροστινοί του, να περάσει πρώτος. Προφανώς οι περισσότεροι δεν έχουν κανένα πρόβλημα, αφού αντιλαμβάνονται ως αυτονόητη υποχρέωση τους την παραχώρηση της θέσης τους σε ένα συνάνθρωπο με αναπηρία. Όσοι δεν το αντιλαμβάνονται ως αυτονόητο προφανώς θα έχουν τα δικά τους προβλήματα, που μόνοι υπεύθυνοι να τα επιλύσουν είναι οι ίδιοι.

Αφού λοιπόν φτάσει μπροστά στο γκισέ και πει στον υπάλληλο τον λόγο που τον έφερε μέχρι εκεί, ακούει έκπληκτος από αυτόν: «Παρακαλώ κύριε, περάστε στη σειρά σας! Πού γνωρίζω εγώ ότι δεν είστε «μαϊμού» τυφλός;»  Αφού λοιπόν ζητήσει τα στοιχεία του υπαλλήλου και του πει ότι επιφυλάσσεται παντός νομίμου δικαιώματός του για την προσβολή που δέχθηκε, τελειώνει τη δουλειά του και επιστρέφει σπίτι του ακολουθώντας αντίστροφα όλη την προαναφερθείσα διαδρομή.

Έτσι αφού ξεκουραστεί και συνεχίσει με τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, ανοίγει την τηλεόραση και «πέφτει πάνω» σε κάποιο δελτίο ειδήσεων στο οποίο ακούει την είδηση πώς βρέθηκαν «μαϊμού» τυφλοί σε κάποιο νησί της χώρας. Συνειρμικά αναλογίζεται από πότε έχει να ακούσει ένα ρεπορτάζ, το οποίο να αναφέρει τα ουσιώδη και χρονίζοντα προβλήματα που απασχολούν τα ΑΜΕΑ. Όσο και αν «σκαλίζει» τη μνήμη του δεν μπορεί να θυμηθεί πότε άκουσε κάποια τέτοια είδηση. Έτσι απόλυτα απογοητευμένος και αηδιασμένος, συλλογιζόμενος και με διάθεση μαύρου χιούμορ μονολογεί: «Ρε μήπως είμαι και εγώ «μαϊμού» τυφλός και δεν το ξέρω;»



Μητροβγαίνης Αλέξανδρος
Υπεύθυνος Τομέα Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου